κοντρόλ

κοντρόλ
το
(άκλ., λ. γαλλ.), έλεγχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντρόλ — το έλεγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. controle] …   Dictionary of Greek

  • κλασάρω — κατατάσσω έγγραφα με κλασέρ, ταξινομώ, ταξιθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classer + κατάλ. άρω χαρακτηριστική τών ξενικής προελεύσεως ρημάτων (πρβλ. αριβ άρω, κοντρολ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • κοντρολάρω — ελέγχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντρόλ + κατάλ. άρω (πρβλ. καβαντζ άρω, φουμ άρω)] …   Dictionary of Greek

  • κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”